κιναιδολόγος — talking of obscene things masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιναιδολόγον — κιναιδολόγος talking of obscene things masc/fem acc sg κιναιδολόγος talking of obscene things neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιναιδολόγοις — κιναιδολόγος talking of obscene things masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιναιδολόγῳ — κιναιδολόγος talking of obscene things masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
СОТАД — • Sotădes, Σωτάδης, 1. из Афин, поэт средней комедии. Известны еще заглавия двух его комедий; 2. из Маронеи во Фракии, первый и главнейший поэт, занимавшийся скабрезными сюжетами. Этот род поэзии (λόγος κιναιδολόγος) был … Реальный словарь классических древностей
LYSIS — I. LYSIS Philosophus quidam Pythagoricus, praeceptor Epaminondae, floruit cum Philistione, Olymp. 98. An versuum aureorum auctor, quae vulgo Pythagorae tribuuntur? An discip. Philolaus? Unam Epistolarum eius ad Hipparchum edidit A. Manutius… … Hofmann J. Lexicon universale
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
κίναιδος — ο (ΑΜ κίναιδος) ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης || (μσν. αρχ.) αισχρός και ανήθικος άνθρωπος («κίναιδος, ασελγής, μαλακός», Φώτ.) αρχ. 1. είδος θαλάσσιου ψαριού 2. κιναίδιον* 3. είδος πολύτιμου λίθου 4. στον … Dictionary of Greek
κιναιδολογώ — κιναιδολογῶ, έω (Α) [κιναιδολόγος] μιλώ για κιναίδους, χυδαιολογώ («ἦρξε δὲ Σωτάδης μὲν πρώτος τοῡ κιναιδολογεῑν», Στράβ.) … Dictionary of Greek