κιναιδολόγος

κιναιδολόγος
κιναιδολόγος, -ον (ΑΜ)
αυτός που χυδαιολογεί, που μιλάει για κιναίδους («φθορέα τῶν νέων καὶ κιναιδολόγον ἀποκαλοῡντες», Δίων Κάσσ.)
αρχ.
αυτός που γράφει πρόστυχα βιβλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίναιδος + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. ηθο-λόγος, υμνο-λόγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κιναιδολόγος — talking of obscene things masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιναιδολόγον — κιναιδολόγος talking of obscene things masc/fem acc sg κιναιδολόγος talking of obscene things neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιναιδολόγοις — κιναιδολόγος talking of obscene things masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιναιδολόγῳ — κιναιδολόγος talking of obscene things masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • СОТАД —    • Sotădes,          Σωτάδης,        1. из Афин, поэт средней комедии. Известны еще заглавия двух его комедий;        2. из Маронеи во Фракии, первый и главнейший поэт, занимавшийся скабрезными сюжетами. Этот род поэзии (λόγος κιναιδολόγος) был …   Реальный словарь классических древностей

  • LYSIS — I. LYSIS Philosophus quidam Pythagoricus, praeceptor Epaminondae, floruit cum Philistione, Olymp. 98. An versuum aureorum auctor, quae vulgo Pythagorae tribuuntur? An discip. Philolaus? Unam Epistolarum eius ad Hipparchum edidit A. Manutius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • κίναιδος — ο (ΑΜ κίναιδος) ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης || (μσν. αρχ.) αισχρός και ανήθικος άνθρωπος («κίναιδος, ασελγής, μαλακός», Φώτ.) αρχ. 1. είδος θαλάσσιου ψαριού 2. κιναίδιον* 3. είδος πολύτιμου λίθου 4. στον …   Dictionary of Greek

  • κιναιδολογώ — κιναιδολογῶ, έω (Α) [κιναιδολόγος] μιλώ για κιναίδους, χυδαιολογώ («ἦρξε δὲ Σωτάδης μὲν πρώτος τοῡ κιναιδολογεῑν», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”